- μιξολύδιος
- μιξολύ̱διος , μιξολύδιοςhalf-Lydianmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξολύδιος — α, ο, θηλ. και ος (Α μιξολύδιος, ον) φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα αρχ. αναμεμιγμένος με… … Dictionary of Greek
μιξολύδιον — μιξολύ̱διον , μιξολύδιος half Lydian masc/fem acc sg μιξολύ̱διον , μιξολύδιος half Lydian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
μιξολυδιστί — (Α) επίρρ. κατά τον μιξολύδιο τόνο («μιξολυδιστὶ ἁρμονία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιξολύδιος + επιρρμ. κατάλ. ιστί] … Dictionary of Greek
παραμιξολυδιάζω — Α εισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής… … Dictionary of Greek
υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] … Dictionary of Greek
υπομιξολύδιος — ο / ὑπομιξολύδιος, ΝΜ μουσ. ένας από τους οκτώ ευρωπαϊκούς μεσαιωνικούς εκκλησιαστικούς τρόπους, αντίστοιχος με τον πλάγιο τέταρτο ήχο τής βυζαντινής μουσικής, ὑπομιλήσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μιξολύδιος «μουσικός τρόπος»] … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
μιξολυδίου — μιξολῡδίου , μιξολύδιος half Lydian masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξολύδια — μιξολύ̱δια , μιξολύδιος half Lydian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)